ΓΙΒΡΑΛΤΑΡ

Καταμεσής του χάσματος που άνοιξαν οι Δύο Βράχοι
Με το’να πόδι στον πρώτο και τον άλλο στο δεύτερο
Μ’αγριωπά μαλλιά και ασημένια γένεια, γίγαντας του Ονείρου
Και Αρχαίος, βέβαια, πραγματικά Αρχαίος
Εποπτεύω τον Ατλαντικό, την ωκεάνεια Μάνα των Ψυχών
Πέρ’απ’τη γνωστή του έκταση που ορίζει ο γεωγραφικός χάρτης
Εκεί ’τανε που άκουσα την Χρυσαφένια Λύρα των Αιωνικών
Μια μελωδία που’ρχονταν από πολύ μακρυά
Μες από το κέντρο του ίδιου του εαυτού μου
Μια μουσική της απογύμνωσης των Προφητών
Οιωνός που δεν περιφρονεί αλλά με πέπρωται μες στην Ελευθερία
Η αμμουδιά του κόσμου είναι ο Άνεμος της Μιας Ψυχής
Θα βρέξει ; Δεν θα βρέξει ; «Ραα ραα», το θαμμένο γλαροπούλι
Ανασηκώνει τις φτερούγες του από την άμμο σαν κρυμμένη Σφίγγα
Και πετώντας ως τα τείχη τ’ουρανού τρυπώνει μέσα τους
Σα φάντασμα· μια σκέψη που’φυγε στο άπειρο·
Ούτε σ’άλλο κόσμο κι ούτε σε αυτόν τον κόσμο
Ήμουν ο Ακίνητος των Υποστάσεων, το Βότσαλο
Εξόριστος από τη Κίνηση, ένα σπασμένο ρολόι του Θεού
Εγκάτοικος
Μες στο Ηλιοβασίλεμα της Μαύρης Αράχνης των Οριζόντων
Βυθισμένος στην απώλεια του ορίζειν, τεταμένος Μάγος
Στο χάσμα π’άνοιξε από τη μια ο Διόνυσος Ελευθερεύς
Κι από την άλλη ο προς Εμμαούς βαίνων Ναζωραίος
Μονοπάτι λεύτερο όπου εντοπίζουμε για άλλη μια φορά
Την περιπλάνιον μυστική καλλονή Ευρώπη, και μονοπάτι λεύτερο
Για κείνους που εισέρχονται στη μαύρη οπή της φαντασίας τους
Κι εξέρχονται με λογική των Άθραυστων Κρυστάλλων
Ολόκληρος ο νους μια αποικία και ο κόσμος μια σκεπτομορφή
Εν υποστάσει· και ποιο το Αντικείμενο και ποιο το Υποκείμενο ;
Στην Τρίτη Στάση Αντίληψης εμφανίζεται ως ψευδοδίλημμα
Και ούτε «έξω» πια ούτε και «μέσα», το 2 λύνεται επιτέλους
Χορεύει τ’οπτικό πεδίο βαλς με το μυαλό μου
Σ’έναν απέραντο ωκεανό δίχως ορίζοντα
Θάλασσα και ουρανός γίνανε ένα
Καταμεσής των Δύο Βράχων στέκομαι
Οι αιώνες με θρέφουν· τα σύννεφα με προσπερνούν·
Οι άνθρωποι δεν με βλέπουν

(Εγράφη το 1992, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ελί-τροχος” το 1996)

Comments are closed.